μηθέτερος

μηθέτερος
μηθέτερος, α, ον,
A = μηδέτερος, Arist.Cael.282b11.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μηθέτερος — μηθέτερος, έρα, ον (Α) βλ. μηδέτερος …   Dictionary of Greek

  • μηθετέρως — μηθέτερος adverbial μηθέτερος masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηθέτερον — μηθέτερος masc acc sg μηθέτερος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηθετέρου — μηθέτερος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηθετέρῳ — μηθέτερος masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έτερος — έρα, ο (ΑΜ ἕτερος, έρα, ον Α και δωρ. ἅτερος και αιολ. ἄτερος και ιων. οὕτερος και μτγν. θάτερος) 1. (αντ. επιμερ.) άλλος 2. διαφορετικός, αλλιώτικος 3. (με άρθρο) ο έτερος ο ένας από τους δύο («ο έτερος τών κατηγορουμένων») 4. φρ. α) «αφ ετέρου» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”